κτιστικός

κτιστικός
-ή, -ό (AM κτιστικός, -ή, -όν) [κτίστης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτίση ή στο κτίσιμο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κτιστικά
η αμοιβή τού κτίστη, τα εργολαβικά τών κτιστών, οι συνολικές δαπάνες για το κτίσιμο
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κτιστική
η οικοδομική τέχνη
αρχ.
δημιουργικός («τήν κτιστικήν ένέργειαν», Επιφάν.).
επίρρ...
κτιστικῶς (Α)
με κτιστικό, με δημιουργικό τρόπο, δημιουργικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”